ἄγραφος

ἄγραφος
ἄγραφ-ος, ον,
A unwritten,

μνήμη Th.2.43

; ἄ. διαθῆκαι nuncupatory wills, Plu.Cor.9;

ἄ. κληρονόμος Luc.Tox.23

; ἄγραφα λέγειν to speak without book, Plu.Dem.8. Adv.

-φως, κατὰ μνήμης σῴζεσθαι Procl. in Prm.p.553

S.
II ἄ. δίκαιον, moral or equitable justice, Arist. EN1162b22; ἄ. νόμοι or νόμιμα unwritten laws:
1 laws of nature,

τοῖς ἀ. νομίμοις καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις ἤθεσι D.18.275

, cf. Arist. EN1180b1.
2 laws of custom, Th.2.37;

ἄ. νόμιμα Pl.Lg.793a

, cf. Arist.Rh.1373b5; ἄγραφα, τά, ib.1368b9; ἄ. ἀδίκημα a crime not recognized by law, Hsch.
3 religious traditions, as of the Eumolpidae, Lys.6.10.
III not registered, ἄ. πόλεις (in a treaty) Th.1.40; ἄ. γάμοι without written contract, CPR18.30 (ii A.D. Adv. -ως ibid., POxy.267.19(i A.D.)); ἄ. συνουσίαι not written down, Phlp.in Ph.513.30;

συναλλαγματογραφίαι PTeb.1.140

; ἄγραφα καὶ ἄστατα neither catalogued nor weighed, IG2.652B2; hence ἄγραφα, τά, sundries, PTeb.112.104 (ii B. C.), al.
2 ἄ. μέταλλα mines not registered, but worked clandestinely, Suid. s.v.
IV without inscription, IG 2.754, al.—Prose word.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άγραφος — άγραφος, η, ο και άγραφτος, η, ο 1. εκείνος που δεν είναι γραμμένος: Του έδωσε ένα άγραφο χαρτί. 2. αυτός που δεν έχει γράψει: Έχω ακόμη άγραφα τα μαθηματικά μου. 3. απροσδόκητος: Αυτό είναι απ τ άγραφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄγραφος — unwritten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • τερ(ρ)αγράφος — ο, Ν εικονομετρογράφος μηχανικής προβολής …   Dictionary of Greek

  • ἀγράφως — ἄγραφος unwritten adverbial ἄγραφος unwritten masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραφον — ἄγραφος unwritten masc/fem acc sg ἄγραφος unwritten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφοις — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφου — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφους — ἄγραφος unwritten masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφων — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφῳ — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”